- υπηνόβιος
- -ον, Ααυτός που σε ολόκληρη τη ζωή του διατηρεί γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + -βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπηνόβιον — ὑπηνόβιος living by his beard masc/fem acc sg ὑπηνόβιος living by his beard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek